κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… … Dictionary of Greek
κραιπνός — swift masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνά — κραιπνός swift neut nom/voc/acc pl κραιπνά̱ , κραιπνός swift fem nom/voc/acc dual κραιπνά̱ , κραιπνός swift fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνῶν — κραιπνός swift fem gen pl κραιπνός swift masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνόν — κραιπνός swift masc acc sg κραιπνός swift neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπναῖσι — κραιπνός swift fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπναί — κραιπνός swift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖο — κραιπνός swift masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖς — κραιπνός swift masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖσι — κραιπνός swift masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖσιν — κραιπνός swift masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)